Το τελευταίο χρονικό διάστημα πληθαίνουν οι δικαστικές αποφάσεις που αφενός δικαιώνουν τους δανειολήπτες σε ελβετικό φράγκο σε όλη την Ευρώπη και αφετέρου χαρακτηρίζουν τα χορηγηθέντα δάνεια σε συνάλλαγμα ως επενδυτικά προϊόντα.
Πιο συγκεκριμένα μετά την έκδοση τελεσίδικης απόφασης του Δικαστηρίου της Ρουμανίας (Gorj Court) τον περασμένο Ιούνιο του 2015, το οποίο διέταξε την αποπληρωμή δανείου σε ελβετικά φράγκα με βάση την ισοτιμία που ίσχυε κατά την ημέρα υπογραφής της σύμβασης του δανείου, ακολούθησε πριν από λίγες ημέρες το Ανώτατο Δικαστήριο της Ισπανίας το οποίο καταλήγει στο σκεπτικό της απόφασής του ότι το δάνειο σε ξένο νόμισμα είναι ένα παράγωγο χρηματοοικονομικό μέσο που σχετίζεται με συνάλλαγμα.
Ειδικότερα το Ανώτατο Δικαστήριο της Ισπανίας στο σκεπτικό της απόφασής του σχετικά με τη φύση της εν λόγω δικαιοπραξίας, αναφέρει ότι οι κίνδυνοι αυτοί του χρηματοδοτικού μέσου υπερβαίνουν εκείνες του μεταβλητού επιτοκίου των στεγαστικών δανείων σε ευρώ που ζητείται καθώς εκτός από τον κίνδυνο μεταβολής των επιτοκίων υπάρχει και ο κίνδυνος της διακύμανσης του νομίσματος.
Επιπροσθέτως αναφέρει ότι η τράπεζα παραβίασε τις υποχρεώσεις της που επιβάλλονται από την οδηγία MiFID, "ιδίως εκείνων που αφορούν την ενημέρωση των πελατών, με κατανοητό τρόπο, τη φύση και τους κινδύνους του συγκροτήματος των παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων που υπέγραφαν. "
Καταλήγει τέλος ότι οι γενικοί και ειδικοί κανόνες επιβάλλουν στην τραπεζική οντότητα να φέρει το βάρος απόδειξης (τεκμήριο) ότι ο πελάτης δεν έχει επαρκή γνώση του προϊόντος για το οποίο συμβάλλεται με το πιστωτικό ίδρυμα και των συναφών κινδύνων, η οποία θα καταστήσει πλημμελή τη συναίνεση. (ολόκληρη η δικαστική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Ισπανίας :http://www.fxloans.org/spain-suprem-court-considers-a-fx-loan-is-a-derivative-financial-instrument-related-to-foreign-exchange/) .
Περαιτέρω, από την ενδελεχή μελέτη της φύσης των εν λόγω δανειακών συμβάσεων προκύπτει όχι μόνο έλλειμμα ενημέρωσης των δανειοληπτών κατά το προσυμβατικό στάδιο το οποίο όφειλαν να παράσχουν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα σχετικά με τους κινδύνους και την ιδιαιτερότητα των χορηγηθέντων δανείων αλλά και μία σειρά παράνομων και καταχρηστικών όρων οι οποίοι έχουν κριθεί παράνομοι και καταχρηστικοί κατά νόμο και νομολογία εδώ και πολλά χρόνια και οι οποίοι όροι ενσωματώθηκαν κατά παράβαση κάθε έννοιας δικαίου στις τελικές δανειακές συμβάσεις οι οποίες υπεγράφησαν από τους δανειολήπτες. Ενδεικτικά αναφέρεται η ασάφεια και η αοριστία του τιμήματος, η δυσαναλογία παροχής του προμηθευτή (τράπεζα) και αντιπαροχής του καταναλωτή (δανειολήπτης). Με μία φράση λοιπόν θα λέγαμε ότι ακόμη κι εάν είχε υπάρξει στοιχειωδώς μία προφορική ενημέρωση για το συναλλαγματικό κίνδυνο στον οποίο είναι εκτεθειμένα τα χορηγηθέντα δάνεια αυτό από τους προστηθέντες υπαλλήλους των πιστωτικών ιδρυμάτων, τούτο από μόνο του δεν αρκεί για να αναιρέσει τη μερική ακυρότητα των εν λόγω συμβάσεων.
Τέλος αξίζει να σημειωθεί ότι και στην Ελλάδα ιδιαίτερα μετά την απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας της Ελβετίας για ανατίμηση του ελβετικού φράγκου τον περασμένο Ιανουάριο κατέστη πλήρως αντιληπτό από τα ελληνικά δικαστήρια το πρόβλημα που ήδη αντιμετωπίζουν από το 2010 οι δανειολήπτες σε ξένο νόμισμα . Αυτό προκύπτει από μία σειρά θετικών δικαστικών αποφάσεων που εκδίδονται τόσο σε επίπεδο ασφαλιστικών μέτρων (προσωρινής ρύθμισης κατάστασης του προβλήματος), όσο και σε επίπεδο αγωγών στα πρωτοβάθμια δικαστήρια τα οποία υιοθετούν τα προαναφερθέντα νομικά επιχειρήματα περί παράνομων, καταχρηστικών όρων, αδικοπρακτικής ευθύνης των ιδρυμάτων και διατάσσουν την αποπληρωμή των δανειακών οφειλών με την συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ-ελβετικού φράγκου που ίσχυε κατά την ημερομηνία της εκταμίευσης των δανείων αυτών μέχρι και την ολοσχερή εξόφληση τους. Με αυτόν τον τρόπο άλλοτε άμεσα και άλλοτε έμμεσα στο σκεπτικό τους και τα ελληνικά δικαστήρια δέχονται ότι δάνεια σε ελβετικό φράγκο είναι επενδυτικά προϊόντα.