Ποινική προστασία του Περιβάλλοντος – Πλαίσιο παραγωγής και διαχείρισης αποβλήτων
(Ενσωμάτωση της Κοινοτικής Οδηγίας 2008/99/ΕΚ)
Ο όρος «προστασία του περιβάλλοντος» αφορά το σύνολο ενεργειών, μέτρων και έργων που έχουν στόχο την πρόληψη της υποβάθμισης του περιβάλλοντος ή την αποκατάσταση, διατήρηση ή βελτίωση του. Φορέας του δικαιώματος στο περιβάλλον είναι κάθε φυσικό πρόσωπο που βρίσκεται στην ελληνική επικράτεια.
Το άρθρο 24 παρ.1 του Συντάγματος ορίζει ότι: « Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός. Για τη διαφύλαξη του το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας. Νόμος ορίζει τα σχετικά με την προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων ….». Με την ανωτέρω συνταγματική διάταξη θεσπίζεται ρητά η θεμελιώδης αρχή της προλήψεως της βλάβης του φυσικού περιβάλλοντος, χάριν της οικολογικής ισορροπίας και της διατηρήσεως αυτού και των φυσικών πόρων προς όφελος όχι μόνο της παρούσας γενεάς αλλά και των επομένων.
Επιπροσθέτως σε συμμόρφωση προς την ανωτέρω συνταγματική επιταγή, εκδόθηκαν οι νόμοι 1650/1986 (Α΄160) « Για την Προστασία του Περιβάλλοντος», 743/1977 (Α΄319) «Περί προστασίας του θαλασσίου περιβάλλοντος και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων» και ο 4042/2012 (Α΄24) «Ποινική προστασία του Περιβάλλοντος –Πλαίσιο παραγωγής και διαχείρισης αποβλήτων- Ενσωμάτωση της Κοινοτικής Οδηγίας 2008/99/ΕΚ».
Ειδικότερα στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4042/2012 (Α΄24) μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι οι σύγχρονες τάσεις σχεδιασμού και διαμόρφωσης της πολιτικής περιβάλλοντος και των άλλων πολιτικών, σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, καθώς και η ανάγκη αποτελεσματικής άσκησης των πολιτικών αυτών στο πλαίσιο της αειφόρου ανάπτυξης, δημιουργούν νέους προσανατολισμούς και επιβάλλουν την προαγωγή μιας υψηλού επιπέδου περιβαλλοντικής προστασίας. Στο πλαίσιο αυτό καθίσταται επιτακτική η ανάγκη να αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά το πρόβλημα του περιβαλλοντικού εγκλήματος που διαρκώς επιδεινώνεται με ιδιαίτερα δυσμενείς επιπτώσεις στην ποιότητα της ζωής και στην οικονομία. Ως εκ τούτου η προσφυγή στο ποινικό δίκαιο έχει κριθεί αναγκαία και σκόπιμη στις περισσότερες σύγχρονες νομοθεσίες. Είναι διαπιστωμένο ότι οι ποινικές κυρώσεις για τα περιβαλλοντικά αδικήματα έχουν επαρκώς αποτρεπτικό αποτέλεσμα.
Η Ελληνική Πολιτεία διά του εθνικού της νομοθέτη δεν ενσωματώνει απλά και διεκπεραιωτικά, ως οφείλει, την ευρωπαϊκή οδηγία 2008/99/ΕΚ με αναφορά στο καθεστώς της ποινικής προστασίας του περιβάλλοντος. Ο εθνικός νομοθέτης αξιολογώντας την επιταγή του κοινοτικού νομοθέτη για την εν γένει αυστηριοποίηση ενός νομοθετικού πλαισίου τόσο σε προληπτικό όσο και σε κατασταλτικό επίπεδο προβαίνει: α) στην τροποποίηση των υφιστάμενων ρυθμίσεων του άρθρου 28 του ν.1650/1986 (Α΄160) με σκοπό την κατά το δυνατόν αποτελεσματικότερη προστασία του περιβάλλοντος, β) σε εμπλουτισμό του ποινικού κώδικα με διατάξεις για την περιβαλλοντική προστασία γ) στη θέσπιση ειδικών δικονομικών διατάξεων σύμφωνα με τις οποίες το Σώμα Επιθεώρησης Περιβάλλοντος, Δόμησης, Ενέργειας και Μεταλλείων ενδυναμώνεται διαθέτοντας εφεξής και προανακριτικές αρμοδιότητες.
Η κλιμακούμενη νομοθετική προσπάθεια της ελληνικής πολιτείας τα τελευταία περίπου τριάντα (30) χρόνια δεν είχε πάντα την επιθυμητή αποτελεσματικότητα τόσο σε προληπτικό όσο και σε κατασταλτικό επίπεδο ίσως γιατί δεν είχε γίνει αντιληπτή η σημασία και η αξία του φυσικού πλούτου η οποία έχει «αντανάκλαση» ακόμα και στα μείζονα για τη χώρα οικονομικά μεγέθη. Το νέο θεσμικό πλαίσιο που εισάγεται με το ν.4042/2012 (Α΄24) αποτελεί βήμα εκσυγχρονισμού και προτεραιότητας συνολικά των Ευρωπαϊκών κρατών άρα και της ελληνικής πολιτείας, η οποία βρίσκει επιτέλους κοινή «περπατισιά» στο με αυτά στο μείζον ζήτημα της προστασίας του περιβάλλοντος, ενσωματώνοντας την οδηγία 2008/99/ΕΚ.
Η «διάθεση» της ελληνικής πολιτείας για αυστηροποίηση των ποινικών και διοικητικών κυρώσεων αναφορικά με τη συλλογή και μεταφορά λυμάτων, τους χώρους υγειονομικής ταφής, την ύπαρξη εθνικών και περιφερειακών σχεδίων διαχείρισης αποβλήτων και την εν γένει προστασία της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος, δεν εξαντλήθηκε μόνο στην νομοθετική τροποποίηση του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου αλλά αμέσως σχηματοποιήθηκε ένα πλέγμα διοικητικών και εισαγγελικών οργάνων τα οποία συνεπικουρούμενα από την αστυνομία εργάζονται ήδη για την μείωση των περιβαλλοντικών εγκλημάτων. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι οι απλές υποθέσεις οι οποίες δεν απαιτούν εξειδικευμένες γνώσεις συνήθως αντιμετωπίζονται και διεκπεραιώνονται εξ’ολοκλήρου από γενικούς προανακριτικούς υπαλλήλους. Σημαντικό ρόλο και βάρος αναλαμβάνει επίσης το Τμήμα Περιβαλλοντικής Προστασίας της Ελληνικής Αστυνομίας. Τις πιο σύνθετες υποθέσεις αναλαμβάνουν οι Ειδικοί Επιθεωρητές Περιβάλλοντος είτε διενεργώντας έλεγχο προκειμένου να βεβαιωθούν παραβάσεις, ενημερώνοντας κατόπιν υποχρεωτικά τον οικείο Εισαγγελέα για διερεύνηση τυχόν αξιόποινων πράξεων, είτε διενεργώντας προανακριτική εξέταση. Προς την ίδια κατεύθυνση, την περιβαλλοντική επιθεώρηση σε έργα και δραστηριότητες της χωρικής τους αρμοδιότητας διεξάγουν τα Κλιμάκια Ελέγχου Ποιότητας και Περιβάλλοντος της αρμόδιας Περιφέρειας καθώς και οι αρμόδιες υπηρεσίες των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων και Περιφερειών.
Γίνεται λοιπόν ευκόλως αντιληπτό ότι για το μείζον ζήτημα της αποτελεσματικότερης προστασίας του περιβάλλοντος επιχειρείται η συνεργασία Εισαγγελικών, Ελεγκτικών και Αστυνομικών Αρχών με αξιολόγηση και στάθμιση των υποθέσεων και με στόχο την απόδοση δικαιοσύνης και ταυτόχρονα την εύρυθμη κα αποδοτική λειτουργία της δημόσιας διοίκησης.